εὐπαρακόμιστος

εὐπαρακόμιστος
εὐπαρα-κόμιστος, ον,
A easy to steer,

πρὸς τὴν γῆν Plu.Luc.13

;

εὐ. ὁ πλοῦς ἐπὶ τὰ στενά Plb.4.44.6

: metaph., easy to bring over, λογισμῷ πρὸς τὸ συμφέρον εὐ. Plu.2.597b.
II [πόλις] εὐ. πρὸς τὰς παραπομπὰς τῆς ὕλης conveniently situated for the supply of wood, Arist.Pol.1327a10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευπαρακόμιστος — εὐπαρακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί εύκολα να μετακομιστεί κοντά σε άλλους 2. (για πόλεις) αυτός που κείται σε θέση κατάλληλη για την εισαγωγή εμπορευμάτων και άλλων αγαθών, αυτός που έχει καλή εισαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κομίζω] …   Dictionary of Greek

  • εὐπαρακόμιστος — easy to steer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακόμιστον — εὐπαρακόμιστος easy to steer masc/fem acc sg εὐπαρακόμιστος easy to steer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακομίστου — εὐπαρακόμιστος easy to steer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακομίστων — εὐπαρακόμιστος easy to steer masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακόμιστα — εὐπαρακόμιστος easy to steer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακόμιστοι — εὐπαρακόμιστος easy to steer masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”