- εὐπαρακόμιστος
- εὐπαρα-κόμιστος, ον,A easy to steer,
πρὸς τὴν γῆν Plu.Luc.13
;εὐ. ὁ πλοῦς ἐπὶ τὰ στενά Plb.4.44.6
: metaph., easy to bring over, λογισμῷ πρὸς τὸ συμφέρον εὐ. Plu.2.597b.II [πόλις] εὐ. πρὸς τὰς παραπομπὰς τῆς ὕλης conveniently situated for the supply of wood, Arist.Pol.1327a10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.